καλπάζουσα

καλπάζουσα
η
ιατρ. βλ. καλπάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλπάζω — (Μ καλπάζω) [κάλπη (II)] (για άλογο) τρέχω με καλπασμό νεοελλ. 1. (για ιππέα) ιππεύω άλογο που καλπάζει 2. μτφ. προχωρώ αλματωδώς, εξελίσσομαι γρήγορα («ο πληθωρισμός καλπάζει») 3. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καλπάζουσα (ενν. φυματίωση) οξεία …   Dictionary of Greek

  • καλπάζω — κάλπασα 1. τρέχω με καλπασμό: Μεριάσαμε, γιατί τα άλογα πέρασαν καλπάζοντας. 2. προχωρώ, αναπτύσσομαι γρήγορα: Πρόκειται για καλπάζουσα φθίση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”